ή γιατί η δωρεάν διάθεση online παραστάσεων δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται
Κατά τη διάρκεια του επίσημου lockdown, λόγω της κρίσης του COVID-19, ο ψηφιακός κόσμος κατακλύστηκε από πολιτιστικό περιεχόμενο: virtual επισκέψεις σε μουσεία, πλατφόρμες προβολής ταινιών, αλλά και παραστάσεις θεάτρου και χορού, είναι ένα μέρος αυτού. Το αρχειακό υλικό πολιτιστικών οργανισμών, εν μία νυκτί, διατέθηκε δωρεάν. Οι περισσότεροι έσπευσαν να τονίσουν το ψυχαγωγικό σκέλος στη διάθεση των παραστάσεων online, παρακάμπτοντας το ζήτημα που αφορά την πνευματική ιδιοκτησία και την έμμεση εμπορική της χρήση. Ελάχιστοι αναρωτήθηκαν για τα ανταποδοτικά οφέλη από την δωρεάν διάθεση του υλικού, για τον καταμερισμό του «κέρδους». Όμως οι όροι χρήσης του ψηφιακού υλικού είναι πολλοί και διαφορετικοί. Επιπλέον, η διαδικασία παραγωγής και μίσθωσης, σε περιπτώσεις που το υλικό προορίζεται για εμπορική χρήση, είναι εντελώς διαφορετική από τις περιπτώσεις που το υλικό αποτελεί απλώς ένα αρχειακό ντοκουμέντο.
Είναι σαφές ότι η αξιοποίηση του αρχειακού υλικού ―έστω και διαδικτυακά― αποσκοπεί στη διατήρηση της υπεραξίας των πολιτισμικών αγαθών που διαχειρίζεται ο εκάστοτε θεσμός/οργανισμός. Ακόμα και αν δεν υπάρχει άμεσο κέρδος –(που μάλλον υπάρχει, διότι όπως έχει ήδη ανακοινωθεί, στις 03/04/2020, μέρος του Σχεδίου Αναπτυξιακών Μέτρων και Νέων Δράσεων του ΥΠΠΟΑ αποτελεί “ειδική πρόσκληση, που έχει ήδη ενεργοποιηθεί, για την ανάπτυξη και επιχορήγηση δράσεων Ψηφιακού Πολιτισμού, με διττό στόχο: Αφενός την τόνωση της αγοράς και την ενίσχυση των συναφών επαγγελμάτων και αφετέρου την δημιουργία ψηφιακού πολιτιστικού προϊόντος, το οποίο μπορεί να είναι άμεσα διαθέσιμο”)– δείχνει ποιος ηγείται της αγοράς και ποιος κάνει παιχνίδι και με ποιους όρους. Προκύπτει, επίσης, σοβαρό ζήτημα ως προς τη διαχείριση της πνευματικής ιδιοκτησίας, το λεγόμενο «ξεπούλημα» ―η μάστιγα του sold out― με όρους που δεν είναι βέβαιο ότι σέβονται τον πνευματικό μόχθο και ότι λαμβάνουν υπόψη τις τωρινές συνθήκες επισφάλειας. Στη σφαίρα του πολιτικού, μιλάμε για μια ακόμη «χαμένη ευκαιρία»: τα ιδρύματα και οι θεσμοί αρνούνται να επιδιώξουν την υγιή σχέση τους με την καλλιτεχνική κοινότητα και προβάλλουν αντ’ αυτού τη συγκεκαλυμμένη εμπορική εκμετάλλευση ως «έξυπνη λύση» στην παρούσα αδράνεια. Από την δωρεάν διάθεση υλικού παραστάσεων/εκθεμάτων/κτλ ο εκάστοτε οργανισμός/φορέας δημιουργεί υπεραξία χωρίς επιπλέον κόστος εργασίας. Χωρίς μέριμνα για την διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών ωφελούνται κυρίως οι οργανισμοί οι οποίοι προσπαθούν να μοιράσουν την πίτα της ορατότητας στο διαδίκτυο, να επιβεβαιώσουν την υπεροχή του αρχειακού τους υλικού αποβλέποντας στην “καλή” εικόνα τους. Άλλωστε, είχε γίνει συστηματική προεργασία στον προ πανδημίας καιρό της κανονικότητας: οι δωρεάν παρεχόμενες συναυλίες των Ιδρυμάτων υπέσκαπταν την αγορά του θεάματος, υπονομεύοντας στην πράξη το δικαίωμα των φορέων και των χώρων με μικρότερες δυνατότητες, και κυρίως όσων η βιωσιμότητα εξαρτάται άμεσα από τους κανόνες της αγοράς και όχι από καταπιστεύματα και επωάζουσες περιουσίες. Καθώς και το δικαίωμα εκείνων των καλλιτεχνικών φωνών που δεν χαίρουν της αίγλης του «καταξιωμένου».
Αυτή την στιγμή υπάρχουν χιλιάδες άνεργοι καλλιτέχνες και, όπως διαφαίνεται, θα συνεχίσουν να είναι, δεδομένης της συγκυρίας. Η παύση των εργασιών, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν έπληξε τους πάντες με τον ίδιο τρόπο· ο κλάδος επιδέχεται διαβαθμίσεις και οι υπο-ομάδες που συνιστούν το όλον δεν συσπειρώνονται γύρω από τις ίδιες διεκδικήσεις, ούτε διαθέτουν τις ίδιες «αντοχές». Η απουσία αντίλογου στη διαχείριση των αρχείων των ιδρυμάτων ―πέραν της συναίνεσης για τη δημοσίευση ή αναπαραγωγή του υλικού― δείχνει ότι δεν υπάρχει κοινή γραμμή στην καταμέτρηση των απωλειών του κλάδου και ότι το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που επωφελούνται και σε αυτούς που παραμένουν «θύματα» ή έρμαια μιας κατάστασης διαρκώς μεγαλώνει.
Ένα καταρχήν ζητούμενο είναι οι καθαρότεροι όροι συναλλαγής μεταξύ εργοδοτών / φορέων / οργανισμών / ιδρυμάτων και εργαζομένων.
Θεωρούμε πως η μίσθωση του οποιοδήποτε οπτικοακουστικού υλικού με ένα ελάχιστο αντίτιμο θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα κεφάλαιο στήριξης προς την κοινότητα ή τους συντελεστές της παραγωγής. Προτείνουμε το υλικό των κρατικά επιχορηγούμενων φορέων να διατίθεται με τιμή εφάμιλλη ενός εισιτηρίου, έστω και αρκετά μειωμένου λόγω των συνθηκών, αλλά όχι εντελώς δωρεάν.
Διότι η δωρεάν διάθεση υλικού στο διαδίκτυο από τους εποπτευόμενους φορείς (Κρατικό Θέατρο, Λυρική Σκηνή, Μέγαρο Μουσικής, κτλ) αποτελεί στην ουσία αθέμιτο ανταγωνισμό: Καθώς η ψηφιακή μορφή πολιτισμού φαίνεται πως θα αποτελέσει σημαντικό μέρος της καλλιτεχνικής πραγματικότητας τώρα και στο μέλλον, ζητάμε η αξία ενός ψηφιακά διανεμημένου έργου να μην εκμηδενιστεί χρηματικά. Την ίδια στιγμή που τα μεγάλα ιδρύματα δύνανται να διαθέτουν δωρεάν μία παράσταση (χωρίς βέβαια την αμοιβή των συντελεστών) οι μη επιχορηγούμενοι φορείς καλούνται να αναλάβουν μόνοι τους το κόστος διαμόρφωσης και ψηφιοποίησης, και θα έπρεπε να είναι σε θέση να ζητάν αντίτιμο για τη θέαση ή το κατέβασμα του υλικού τους. Με αυτό τον τρόπο μπορούν επίσης και να αποδοθούν πνευματικά και άλλα δικαιώματα. Συγχρόνως, η δωρεάν υπερπροσφορά από το κράτος δημιουργεί την προσδοκία του κοινού πως η τέχνη στο διαδίκτυο θα είναι για πάντα δωρεάν. Άλλο ένα «προϊόν» που μπορείς να καταναλώσεις από τον καναπέ με τις πιτζάμες.
Καλούμε όλους τους χορευτές, χορογράφους, κινησιολόγους αλλά και ηθοποιούς, μουσικούς και τους συντελεστές όλων των ειδικοτήτων να αναλογιστούν πού θα οδηγήσει τις παραστατικές τέχνες αυτή η πολιτική του για τις online παραστάσεις, να γνωρίζουν ότι δεν μπορεί να ανέβει κάποια παράσταση χωρίς τη συναίνεσή τους και να θυμούνται ότι, όταν αυτή τους ζητηθεί, διατηρούν το δικαίωμα να πουν ΟΧΙ.